- ξυλοκατασκεύαστος
- ξῠλο-κατασκεύαστος, ον,A made of wood, Sch. Lyc.361.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοκατασκεύαστος — ξυλοκατασκεύαστος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από ξύλο … Dictionary of Greek
ξυλοκατασκεύαστα — ξυλοκατασκεύαστος made of wood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοκατάσκευος — ξυλοκατάσκευος, ον (Μ) ξυλοκατασκεύαστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάσκευος*] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek